- καταφρονητικός
- και καταφρονετικός, -ή, -ό (AM καταφρονητικός, -ή, -όν) [καταφρονητής]1. αυτός που γίνεται για περιφρόνηση ή με τρόπο περιφρονητικό2. αυτός που φέρεται περιφρονητικά, που έχει την τάση να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης.επίρρ...καταφρονητικά (AM καταφρονητικῶς)περιφρονητικά, υπεροπτικά.
Dictionary of Greek. 2013.